- τόξον
- τὸ τόξον лук (оружие) (ср. хим., мед. токсичный ← τοξικὸν φάρμακον первоначально, по-видимому, яд, посылаемый из лука)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
τόξον — bow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξω — τόξον bow neut nom/voc/acc dual τόξον bow neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξα — τόξον bow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξοιο — τόξον bow neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξοις — τόξον bow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξοισι — τόξον bow neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξοισιν — τόξον bow neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξου — τόξον bow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξων — τόξον bow neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόξῳ — τόξον bow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek